- θνήσκω
- (αόρ. έθανον) αμετ. умирать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θνῄσκω — θνήσκω pres subj act 1st sg θνήσκω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνήσκω — pres subj act 1st sg θνήσκω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνήσκω — (ΑΜ θνῄσκω και θνήσκω, Α και [απο]θνήσκω και επιγρ. θνείσκω, αιολ. τ. θναίσκω, δωρ. τ. θνασκω) 1. αποθνήσκω, πεθαίνω, αποβιώνω, εκπνέω, παύω να είμαι στη ζωή από φυσικό ή βίαιο θάνατο 2. (η μτχ. αορ. β ως επίθ.) θανών, ούσα, όν ο νεκρός, ο… … Dictionary of Greek
θνᾷσκον — θνήσκω pres part act masc voc sg (doric) θνήσκω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) θνήσκω imperf ind act 3rd pl (doric) θνήσκω imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνῆσκον — θνήσκω pres part act masc voc sg θνήσκω pres part act neut nom/voc/acc sg θνήσκω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) θνήσκω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνῇσκον — θνήσκω pres part act masc voc sg θνήσκω pres part act neut nom/voc/acc sg θνήσκω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) θνήσκω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνήσκετον — θνήσκω pres imperat act 2nd dual θνήσκω pres ind act 3rd dual θνήσκω pres ind act 2nd dual θνήσκω imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνῄσκετε — θνήσκω pres imperat act 2nd pl θνήσκω pres ind act 2nd pl θνήσκω imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνῄσκῃ — θνήσκω pres subj mp 2nd sg θνήσκω pres ind mp 2nd sg θνήσκω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνήσκετε — θνήσκω pres imperat act 2nd pl θνήσκω pres ind act 2nd pl θνήσκω imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θνήσκῃ — θνήσκω pres subj mp 2nd sg θνήσκω pres ind mp 2nd sg θνήσκω pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)